- κνηστικός
- -ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) [κνηστός]αυτός που προκαλεί ερεθισμό.επίρρ...κνηστικῶς (Α)με ερεθιστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνηστικοῖς — κνηστικός irritating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστικῶς — κνηστικός irritating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)